- προσανακτώμαι
- -άομαι, Α(αποθ.)1. αποκτώ κάτι ξανά2. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναρρώνω3. μτφ. αποκαθιστώ κάτι εκ νέου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνακτῶ, -ῶμαι «αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek